- αἱρετική
- αἱρετικόςable to choosefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἱρετικῇ — αἱρετικός able to choose fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρειανισμός — Αιρετική διδασκαλία του 4ου αι. μ.Χ. σχετικά με τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη κρίση στους κόλπους του χριστιανισμού, που συγκλόνισε και συντάραξε βαθύτατα την εκκλησία και την πολιτεία. Ο α. οφείλει την αρχή και τη… … Dictionary of Greek
αἱρετικῆι — αἱρετικῇ , αἱρετικός able to choose fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφυσιτισμός — Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος … Dictionary of Greek
Αφθαρτοδοκητισμός — Θρησκευτική αίρεση σύμφωνα με την οποία το σώμα του Χριστού, ήδη από τη σύλληψή του και τη γέννησή του είναι άφθαρτο. Έτσι, μόνο κατ’ οικονομίαν και κατά χάριν υποτάσσεται στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, δηλαδή στην πείνα, τη δίψα, την κούραση κλπ.… … Dictionary of Greek
Μεσσαλιανοί — και Μασσαλιανοί, οι εκκλ. αιρετική τάση στην αρχαία Εκκλησία με έντονες εγκρατιτικές ιδέες … Dictionary of Greek
Μοναρχιανισμός — ο εκκλ. αιρετική διδασκαλία η οποία διαμορφώθηκε από το τέλος τού 2ου αιώνα στην προσπάθεια αναιρέσεως τών αιρετικών θέσεων τού Γνωστικισμού και συμβιβασμού τήν τριαδικότητας τού θεού με τη μοναρχία τής θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monarchianism … Dictionary of Greek
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek
αιρεσιούργημα — αἱρεσιούργημα, το (Μ) [*αἱρεσιουργῶ] 1. έργο, δημιούργημα μιας αιρέσεως 2. αιρετική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
αιρετικοφανής — αἱρετικοφανής, ὲς (Μ) λέγεται για ασαφή λόγο ή διδασκαλία θεολογική, που δίνει την εντύπωση ότι ταυτίζεται με αιρετική πλάνη, ενώ ουσιαστικά παραμένει μέσα στα όρια τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετικὸς + φανὴς < ἐφάνην,… … Dictionary of Greek